Το ψεύδος λέγεται κατά έναν τρόπο ως πράγμα ψευδές, και τούτο διττώς: είτε επειδή δεν συγκροτείται ή είναι αδύνατον να σχηματιστεί (στο λόγο), όπως όταν λέμε ότι η διάμετρος είναι σύμμετρη ή ότι εσύ κάθεσαι (αφού σε τούτα το μεν είναι πάντοτε ψευδές, το δε κάποτε· διότι έτσι δεν έχουν ύπαρξη αυτά), είτε όσα υπάρχουν μεν, είναι όμως από τη φύση τους τέτοια, που να φαίνονται ή μη τέτοια όποια είναι ή αυτά που δεν είναι, όπως η σκιαγραφία και τα όνειρα· διότι αυτά έχουν βέβαια κάποια ύπαρξη, όχι όμως εκείνη που δημιουργεί η παράστασή τους. Έτσι, λοιπόν, λέγονται τα πράγματα ψευδή, είτε επειδή δεν υπάρχουν αυτά είτε επειδή δεν υπάρχει η γινόμενη απ’ αυτά παράσταση.
Ο λόγος των πραγμάτων
Ψευδής πάλι είναι ο λόγος των πραγμάτων που δεν υπάρχουν, επειδή είναι ψευδής (αφού δεν είναι απλώς ψευδής ο λόγος των πραγμάτων που δεν υπάρχουν, αλλά εκείνος των πραγμάτων που δεν υπάρχουν καθότι ψευδής· διότι ψευδής είναι ο λόγος που λέει πως τα πράγματα έχουν έτσι όπως πραγματικά δεν έχουν). Γι’ αυτό κάθε λόγος είναι ψευδής, όταν ανήκει σε άλλο παρά σε εκείνο στο οποίο είναι αληθής, π.χ. ο λόγος (ο ορισμός) του κύκλου είναι ψευδής για το τρίγωνο.
Τώρα ο λόγος του κάθε πράγματος κατά έναν τρόπο είναι ένας, δηλ. ο λόγος που λέει ποια είναι η ουσία του πράγματος (ο ορισμός του), κατά έναν άλλον πολλοί, αφού κατά κάποιο τρόπο αυτό που είναι καθεαυτό και αυτό που του έχει συμβεί κάτι είναι το ίδιο, όπως για παράδειγμα ο Σωκράτης και ο μουσικός Σωκράτης. Αντίθετα, ο ψευδής λόγος κανενός πράγματος δεν είναι κατεξοχήν λόγος. Γι’ αυτό ο Αντισθένης αφελώς νόμιζε, όταν ισχυριζόταν πως τίποτε δεν λέγεται παρά μόνο από τον οικείο λόγο, ένας λόγος δηλαδή για ένα πράγμα· από όπου προέκυπτε πως δεν υπάρχει αντιλογία, σχεδόν ούτε ψευδή δήλωση. Είναι εξάλλου δυνατόν να λέει κανείς το κάθε πράγμα όχι μόνο με το δικό του λόγο αλλά και με άλλο, ψευδώς βεβαίως και εντελώς, δυνατόν όμως και κάπως αληθώς, όπως ότι το οκτώ είναι διπλάσιο, χρησιμοποιώντας το λόγο της δυάδας.
Ο ψεύτης
Τούτα λοιπόν λέγονται ψευδή έτσι, ενώ ψεύτης άνθρωπος είναι εκείνος που έχει κλίση και προτιμά αυτού του είδους τους λόγους, δίχως να αποσκοπεί σε κάτι άλλο παρά χάριν αυτού του πράγματος, καθώς και εκείνος που προξενεί στους άλλους αυτού του είδους τους λόγους, όπως ακριβώς λέμε και ψευδή πράγματα όσα δημιουργούν ψευδή παράσταση. Γι’ αυτό και στον Πλατωνικό διάλογο “Ιππία” ο λόγος πλανάται, καθώς ο ίδιος άνθρωπος είναι ψεύτης και ειλικρινής. Διότι εκλαμβάνει εσφαλμένως τον ικανό να ψεύδεται, ότι δηλ. αυτός είναι ο γνώστης και ο φρόνιμος· επιπλέον τον θεληματικά κακό ως καλύτερο. Τούτο δε το ψεύδος το λαμβάνει δια της επαγωγής (αυτός που χωλαίνει με τη θέλησή του είναι ανώτερος εκείνου που χωλαίνει δίχως τη θέλησή του, εννοώντας εδώ το να μιμείται τον χωλό), επειδή, αν πράγματι είναι χωλός με τη θέλησή του, ίσως είναι χειρότερος, δηλαδή όπως ακριβώς συμβαίνει με το ήθος (χειρότερος ο θεληματικά κακός), και εδώ το ίδιο.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Μετά τα φυσικά (1024b.17)
Μετάφραση – επιμέλεια κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος