Θα απορούσε κανείς κατά πόσο στο “αναγκαίο να είναι” έπεται το “δυνατόν να είναι”, διότι εάν δεν έπεται, θα ακολουθήσει η αντίφαση, το “δεν είναι δυνατόν να είναι”. Και αν κανείς ισχυριζόταν ότι δεν είναι αυτή η αντίφαση, είναι ανάγκη να πει το “δυνατόν να μην είναι”, τα οποία είναι αμφότερα ψευδή κατά του “αναγκαίο να είναι”. Πάλι όμως το ίδιο πράγμα φαίνεται να είναι δυνατό να τέμνεται και να μην τέμνεται, και να είναι και να μην είναι, ώστε θα είναι το “αναγκαίο να είναι” “ενδεχόμενο να μην είναι”· τούτο όμως ψεύδος.
Είναι λοιπόν φανερό ότι το κάθε τι που μπορεί ή να είναι ή να βαδίζει δεν δύναται απαραίτητα και τα αντίθετα, αλλά μπορεί για κάποια να μην είναι τούτο αληθές, και πρώτα-πρώτα για τα μη ελλόγως δυνατά, π.χ. το πυρ μπορεί να θερμαίνει και έχει δύναμη άλογη. Οι έλλογες λοιπόν δυνάμεις είναι ικανές οι ίδιες για περισσότερα και αντίθετα πράγματα, ενώ οι άλογες όχι όλες, αλλ’ όπως ελέχθη, το πυρ δεν μπορεί να θερμαίνει και να μη θερμαίνει, ούτε όσα άλλα ενεργούν πάντοτε. Ωστόσο κάποια με άλογες δυνάμεις μπορούν να δεχθούν ταυτόχρονα τα αντίθετα, π.χ. το ιμάτιο είναι ομοίως δυνατό και να διατμηθεί και να μη διατμηθεί. Αλλά αυτός ο λόγος τούτου χάριν λέγεται, ότι δεν είναι κάθε δύναμη ικανή για τα αντίθετα, ούτε όσες λέγονται για το ίδιο είδος (δηλ. οι άλογες δυνάμεις). Ορισμένες δε δυνάμεις είναι ομώνυμες. Διότι το δυνατό δεν λέγεται απόλυτα, αλλά από τη μια εκφράζει το αληθές, επειδή θεωρείται ότι είναι ενεργεία, π.χ. λέμε “δυνατόν να βαδίζει”, επειδή βαδίζει, και γενικώς είναι δυνατόν να είναι, επειδή ήδη είναι κατ’ ενέργεια αυτό που λέγεται, από την άλλη ότι θα μπορούσε να ενεργήσει, π.χ. δυνατόν να βαδίζει, επειδή θα μπορούσε να βαδίσει.
Και αυτή η δύναμη στα κινητά υπάρχει μόνο (κινητά λέμε όσα από τη φύση τους είναι ικανά να κινούνται, αλλά δεν είναι ήδη κινούμενα, τέτοια είναι μόνο όσα ανήκουν στον κόσμο της γενέσεως και της φθοράς), ενώ η προηγούμενη ακόμη και στα ακίνητα (αφού και στα κινητά θεωρείται ποτέ αυτού του είδους η δύναμη, όταν λάβουν την δική τους τελειότητα, προς την οποία χορηγούμενη είχαν την κατ’ επιτηδειότητα δύναμη, προ τούτων όμως στα αεί κινούμενα, το οποίο ακριβώς υπάρχει στα ουράνια σώματα, συμπλεγμένη όμως έχοντας προς την ενέργεια την κατ’ επιτηδειότητα δύναμη, και προ εκείνων στα ακίνητα, δηλ. τα νοητά και θεϊκά αίτια, μην έχοντας χώρα σ’ αυτά η κατ’ επιτηδειότητα δύναμη). Και για τις δύο περιπτώσεις του δυνατού είναι αληθές να πούμε πως είναι δυνατόν να βαδίζει ή να είναι, και αυτό που βαδίζει ήδη και ενεργεί και αυτό που έχει την ικανότητα να βαδίζει.
Το κατά αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο δυνατό (το κατ’ επιτηδειότητα δυνατό) δεν είναι αληθές κατά του αναγκαίου να λέγεται απολύτως, το κατά τον άλλο όμως (το κατ’ ενέργεια δυνατό) είναι. Ώστε επειδή στο μερικό έπεται το καθολικό, σ’ αυτό που εξ ανάγκης είναι έπεται το ότι δύναται να είναι, όχι όμως κάθε περίπτωση του δυνατού. Και είναι ίσως αρχή το αναγκαίο και το μη αναγκαίο όλων των πραγμάτων είτε του να είναι είτε του να μην είναι, και τα άλλα επίσης θα πρέπει ως επακόλουθα σε τούτα να εξετάζονται.
Είναι λοιπόν φανερό από τα ρηθέντα ότι το εξ ανάγκης ον είναι κατ’ ενέργεια, ώστε εάν τα αΐδια είναι πρότερα, τότε και η ενέργεια είναι πρότερη της δυνάμεως. Και τα μεν άνευ δυνάμεως είναι ενέργειες, π.χ. οι πρώτες ουσίες, τα δε μετά δυνάμεως, π.χ. τα γεννητά, τα οποία ως προς τη φύση είναι πρότερα, ως προς τον χρόνο όμως ύστερα (διότι σε τούτα κατά μεν τον χρόνο θα είναι πρωτύτερο το δυνάμει, κατά δε τη φύση το κατ’ ενέργεια· διότι πρέπει πρώτα να έχει επιτηδειότητα προς το τάδε πράγμα, για να μπορεί και ύστερα να οδηγηθεί προς εκείνο, προς το οποίο είχε την επιτηδειότητα.
Αλλά επειδή το μεν κατ’ ενέργεια είναι τέλειο το δε κατά δύναμη ατελές, και το τέλειο του ατελούς είναι πρότερο στη φύση, είναι φανερό ότι θα προηγείται κατά φύσιν το ενεργεία του δυνάμει· διότι αν δεν προϋπήρχε ο κατ’ ενέργεια άνθρωπος, πώς θα υφίστατο το έμβρυο, αυτό που λέμε είναι δυνάμει άνθρωπος;), τα δε ουδέποτε είναι ενέργειες αλλά μόνο δυνάμεις, όπως η επ’ άπειρον τομή των συνεχών μεγεθών και η αύξηση του αριθμού· διότι ενεργεία άπειρο ουδέποτε θα μπορούσε κάτι απ’ αυτά να γίνει, δεν θα λείψει όμως σ’ αυτά η πρόοδος είτε της διαιρέσεως είτε της αυξήσεως, και επιπλέον έχουν την επιτηδειότητα μόνο προς τούτο (ότι δηλ. δύνανται επ’ άπειρον).
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Περί ερμηνείας, Αμμωνίου σχόλια εις το Περί ερμηνείας
Μετάφραση – επιμέλεια κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος