Θα απορούσε κανείς, γιατί η γυναίκα δεν διαφέρει από τον άνδρα στο είδος, δεδομένου ότι το αρσενικό και το θηλυκό διαφέρουν μεταξύ τους όντας αυτά εναντία. Μα ούτε το αρσενικό ζώο και το θηλυκό ζώο διαφέρουν στο είδος, αν και αυτή η διαφορά υπάρχει ουσιωδώς στο ζώο και όχι όπως υπάρχει η λευκότητα και η μελανότητα, αλλά υπάρχουν αυτά στο ζώο καθότι αυτό ζώο.
Είναι δε αυτή η απορία σχεδόν η ίδια με εκείνη που ρωτά, γιατί η μία εναντίωση τα κάνει να διαφέρουν στο είδος και η άλλη όχι, όπως για παράδειγμα το πεζό και το φτερωτό τα κάνει, ενώ η λευκότητα και η μελανότητα όχι. Ή μήπως ότι τα πρώτα είναι οικεία πάθη του γένους, ενώ τα δεύτερα λιγότερο;
Ο οριστικός λόγος
Και επειδή από τη μια υπάρχει ο οριστικός λόγος και απ’ την άλλη η ύλη (κάθε πράγμα σύγκειται εξ είδους και ύλης, το δε είδος είναι ο οριστικός λόγος), όσες εναντιότητες υπάρχουν εντός του οριστικού λόγου προκαλούν διαφορά στο είδος, ενώ όσες συμπεριλαμβάνονται με την ύλη δεν προκαλούν (το λευκό στον λευκό άνθρωπο δεν κατηγορείται στον οριστικό λόγο του ανθρώπου, αλλά συμπεριλαμβάνεται στον λόγο του λευκού ανθρώπου όταν κατηγορείται στον άνθρωπο, καθώς ο άνθρωπος υπόκειται ως ύλη στον λευκό άνθρωπο).
Γι’ αυτό και η λευκότητα δεν προκαλεί διαφορά στον άνθρωπο ούτε η μελανότητα, ούτε διαφέρει ο λευκός άνθρωπος στο είδος προς τον μελανό άνθρωπο, ούτε κι αν τυχόν αντικατασταθεί από ένα όνομα. Διότι ο άνθρωπος κείται ως ύλη, η δε ύλη δεν προκαλεί διαφορά· αφού οι άνθρωποι δεν είναι είδη του ανθρώπου εξαιτίας του, αν και από άλλες σάρκες και οστά αποτελείται ο τάδε άνθρωπος και από άλλες ο δείνα. Αλλά το σύνολο είναι μεν άλλο, όχι όμως ως προς το είδος, επειδή δεν υπάρχει εναντίωση στον οριστικό λόγο. Και τούτο το σύνολο είναι το έσχατο κατά τη διαίρεση ατομικό είδος.
Έτσι ο Καλλίας είναι ο λόγος (το είδος) μετά της ύλης· και επομένως και ο λευκός άνθρωπος, καθότι ο Καλλίας λευκός· κατά σύμπτωση λοιπόν ο άνθρωπος λευκός. Ούτε βέβαια ο χάλκινος κύκλος και ο ξύλινος κύκλος διαφέρουν, μα ούτε και το χάλκινο τρίγωνο και ο ξύλινος κύκλος διαφέρουν στο είδος εξαιτίας της ύλης, αλλά λόγω του ότι ενυπάρχει εναντίωση στον οριστικό λόγο.
Τι λοιπόν, δεν προκαλεί ετερότητα στο είδος η ύλη, εφόσον κατά κάποιον τρόπο είναι διαφορετική, ή μήπως υπό μία έννοια προκαλεί; Διότι για ποιο λόγο τούτος εδώ ο ίππος εκείνου εκεί του ανθρώπου διαφέρει στο είδος; Αν και οι λόγοι τους μαζί με την ύλη λαμβάνονται.
Ή μήπως ενυπάρχει εναντίωση στον οριστικό λόγο; Ασφαλώς και υπάρχει εναντίωση στον λόγο του λευκού ανθρώπου και του μελανού ίππου. Και υπάρχει βεβαίως στο είδος, και όχι επειδή ο ένας είναι λευκός και ο άλλος μελανός, διότι και στην περίπτωση που ήταν και τα δύο λευκά, εντούτοις θα διέφεραν στο είδος.
Ωστόσο το αρσενικό και το θηλυκό είναι μεν οικεία του ζώου πάθη, αλλά όχι κατά την ουσία αλλά στην ύλη και στο σώμα. Γι’ αυτό και το ίδιο σπέρμα γίνεται θηλυκό ή αρσενικό, αφού πάθει κάποιο πάθος.
Τι σημαίνει λοιπόν ετερότητα στο είδος και γιατί άλλα διαφέρουν στο είδος και άλλα όχι, είπαμε.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Μετά τα φυσικά (1058a.29 έως 1058b.25)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος