Υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται πως ένα πράγμα δύναται να ενεργεί μόνο όταν ενεργεί, ενώ όταν δεν ενεργεί, δεν δύναται, π.χ. αυτός που δεν οικοδομεί δεν δύναται να οικοδομεί, αλλά δύναται όποιος οικοδομεί την ώρα που οικοδομεί. Tο ίδιο ισχύει και για τις άλλες περιπτώσεις.
Τα παράδοξα τώρα που ακολουθούν αυτούς τους λόγους δεν είναι δύσκολο να επισημανθούν. Διότι είναι φανερό πως ούτε οικοδόμος δεν θα μπορεί να είναι κάποιος, εάν δεν οικοδομεί, αφού το να είναι κανείς οικοδόμος σημαίνει το να δύναται να οικοδομεί. Tο ίδιο και για τις άλλες τέχνες.
Αν λοιπόν είναι αδύνατον να κατέχει κανείς αυτού του είδους τις τέχνες δίχως κάποτε να τις έχει μάθει και αποκτήσει, και εάν είναι αδύνατον να μην τις κατέχει δίχως κάποτε να τις έχει χάσει (είτε από λήθη είτε από κάποιο πάθος είτε από τον χρόνο· διότι βέβαια δεν συμβαίνει εξαιτίας της φθοράς του πράγματος, αφού αυτό υφίσταται διαρκώς), όταν θα σταματήσει να ενεργεί, δεν θα έχει την τέχνη. Και ξανά πάλι πώς θα την αποκτήσει και ευθύς θα οικοδομήσει; Το ίδιο συμβαίνει και με τα άψυχα· αφού ούτε ψυχρό ούτε θερμό ούτε γλυκό ούτε όλως αισθητό δεν θα ήταν κανένα πράγμα, εάν δεν είχε γίνει πρώτα αντιληπτό.
Πραγματικά, όμως, ούτε καν αίσθηση δεν θα μπορεί να έχει κανείς, εάν δεν αισθάνεται και δεν ενεργεί. Αν λοιπόν τυφλό είναι αυτό που δεν έχει όραση, αν και εκ φύσεως έχει, και κατά τον χρόνο που είναι αυτό να την έχει και εφόσον υφίσταται ακόμη, τότε οι ίδιοι άνθρωποι θα γίνονται πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας τυφλοί και κουφοί.
Ακόμη, αν αδύνατο είναι αυτό που στερείται δυνάμεως, αυτό που δεν γίνεται θα είναι αδύνατον να γίνει· και το να λέει κανείς ότι αυτό που αδυνατεί να γίνει ή ότι είναι ή ότι θα είναι θα είναι ψεύδος· διότι ετούτο σήμαινε το αδύνατο. Ώστε αυτοί οι λόγοι αναιρούν και την κίνηση και τη γένεση. Διότι το στεκούμενο θα στέκεται διαρκώς και το καθήμενο θα κάθεται· αφού δεν θα σηκωθεί εφόσον κάθεται, καθώς θα είναι αδύνατον να σηκωθεί αυτό που δεν δύναται να σηκωθεί.
Αν λοιπόν δεν είναι δυνατόν να λέγονται αυτά, είναι φανερό πως η δύναμη και η ενέργεια είναι διαφορετικά πράγματα, ενώ εκείνοι οι λόγοι καθιστούν τη δύναμη και την ενέργεια το ίδιο· γι’ αυτό και αυτό που ζητούν να αναιρέσουν δεν είναι και μικρό πράγμα.
Το δυνατό
Ώστε ενδέχεται ένα πράγμα, ενώ δύναται να είναι, να μην είναι, και ενώ δύναται να μην είναι, να είναι, και όσον αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες ομοίως ενώ δύναται να βαδίζει, να μη βαδίζει, και ενώ δύναται να μη βαδίζει, να βαδίζει. Είναι δε το δυνατό αυτό, στο οποίο εάν υπάρξει η ενέργεια εκείνου που λέγεται πως έχει τη δύναμη, τίποτε δεν θα είναι αδύνατον. Εννοώ, για παράδειγμα, αν δύναται να καθίσει και μπορεί να καθίσει, εάν σ’ αυτό υπάρξει η ενέργεια, τίποτε δεν θα είναι αδύνατον. Το ίδιο και εάν κάτι δύναται να κινηθεί ή να κινήσει, ή να σταθεί, ή να στήσει, ή να είναι, ή να γίνεται, ή να μην είναι, ή να μη γίνεται.
Η ενέργεια
Έχει δε προέλθει το όνομα της ενέργειας, εκείνης που νοείται μαζί με την πραγμάτωση του τέλους, κυρίως από τις κινήσεις και από κει και στα άλλα· διότι η ενέργεια κατά κοινή δοξασία αναφέρεται κυρίως στην κίνηση. Γι’ αυτό σε όσα δεν έχουν ύπαρξη δεν αποδίδουμε ως κατηγορούμενο την κίνηση, αλλά άλλες κατηγορίες, π.χ. τα λέμε διανοητά και επιθυμητά, όχι όμως κινούμενα.
Τούτο δε συμβαίνει, επειδή δίχως αυτά να είναι ενεργεία θα εκλαμβάνονταν ως ενεργεία. Διότι από τα πράγματα που δεν έχουν ύπαρξη κάποια υπάρχουν δυνάμει. Δεν υφίστανται όμως, επειδή δεν είναι εντελεχεία.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Μετά τα φυσικά (1046b.29 έως 1047b.2)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος