Αν τούτο έχει έτσι, και είναι η απόδειξη ένα είδος διδασκαλίας και μαθήσεως, τότε και η απόδειξη εκ προϋπαρχούσης λαμβάνεται γνώσεως, δηλαδή από κοινές έννοιες.
Διότι είναι αδύνατον να αποδείξουμε κάτι, δίχως πρωτύτερα να έχουμε λάβει ως ομολογούμενες ορισμένες προτάσεις από έννοιες κοινές. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι δυνατόν επί των γεωμετρικών θεωρημάτων να κατασκευάσουμε ότι οι δύο πλευρές είναι μεγαλύτερες της λοιπής προ της απλής γνώσεως του τριγώνου ή της απλής γνώσεως της γωνίας, έτσι και το να λάβουμε γνώση αποδεικτική άνευ προϋπαρχούσης γνώσεως είναι αδύνατον. Διότι τόσο οι μαθηματικές επιστήμες όσο και κάθε άλλη από τις τέχνες δια τούτου του τρόπου κατορθώνονται.
Οι λόγοι
Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους, τόσο τους συλλογιστικούς όσο και τους επαγωγικούς. Αφού αμφότεροι δια προεγνωσμένων διδάσκουν, καθώς οι μεν λαμβάνουν τις προτάσεις ως από προτάσεις κατανοητές από τους προσδιαλεγόμενους, οι δε δείχνοντας το καθολικό δια του ότι είναι πρόδηλο το μερικό. Με τον ίδιο τρόπο πείθουν και οι ρητορικοί συλλογισμοί: ή δια παραδειγμάτων, που είναι επαγωγή, ή δια ενθυμημάτων, που είναι συλλογισμός.
Διανοητική
Ως προς το “διανοητική”, σε αντιδιαστολή με την αισθητική γνώση ειπώθηκε. Διότι η αισθητική γνώση δεν έχει εκ των προτέρων υποκείμενη γνώση, όπως, για παράδειγμα, όταν λέγεται ότι τούτο το πράγμα είναι λευκό· διότι η αίσθηση διδάσκει, ακόμη κι αν δεν προϋπόκειται προηγούμενη γνώση. Ομοίως δε και ότι αυτός εδώ ο άνθρωπος είναι ο Σωκράτης· διότι η αίσθηση μου τον υπέδειξε, αν και άγνωστος πρωτύτερα.
Ώστε αν όντος, λοιπόν, η απόδειξη γίνεται από προϋπάρχουσα γνώση, προϋπάρχουσα όμως διανοητική γνώση, τότε η απόδειξη είναι από γνώση διανοητική. Και λέγεται γνώση διανοητική, επειδή αυτή διανύει και χορηγεί σ’ εμάς την οδό την άγουσα στις αποδεικτικές μεθόδους.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Αναλυτικά ύστερα, Ιωαν. Φιλόπονος σχόλια εις τα Αναλυτικά
Μετάφραση – επιμέλεια κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος