Το άτοπο (εκ του τοπάζω = εικάζω, υποθέτω) είναι αυτό που δεν μπορεί να υποθέσει κανείς, επειδή δεν «κρατιέται» από κάποιο λόγο και συνειρμό.
Στο άτοπο λοιπόν αντιτίθεται το αδύνατο, ενώ στο αδύνατο το αναγκαίο. Και είναι επίταση του ατόπου το αδύνατο. Διότι το άτοπο θα μπορούσε ίσως ποτέ και να γίνει. Παραδείγματος χάριν κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί όλους τους ανθρώπους να λούζονται.
Το να νομίζει λοιπόν κανείς κάτι τέτοιο είναι μεν ψεύδος, όχι όμως αδύνατο, ενώ το αδύνατο και ψευδές είναι και αδύνατο, όπως, για παράδειγμα, αν θα έλεγε κανείς πως ο άνθρωπος είναι φτερωτός. Διότι αυτό είναι επιτεταμένο ψεύδος, καθώς εκτός από ψευδές είναι και αδύνατο.
Βιβλιογραφία: Ιωαν. Φιλόπονος σχόλια εις τα Φυσικά του Αριστοτέλους
Μετάφραση – επιμέλεια κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος