Η προαίρεση δεν είναι απλώς μια προτίμηση και επιλογή, αλλά μια βουλευτική επιλογή. Λέγω δε βουλευτική, αυτής που αρχή και αιτία είναι η βούλευση και ορέγεται εξαιτίας της, ενώ η βούλευση είναι εξέταση και περίσκεψη κάποιου σκοπού.
Προαίρεση
Γι’ αυτό και όταν δεν κείται κάποιος σκοπός, δεν βουλευόμαστε. Ώστε πρώτα σκεφτόμαστε, έπειτα κρίνουμε, έπειτα γίνεται όρεξη και επιθυμία του εκ της βουλής κριθέντος και έπειτα επιλέγουμε. Γι’ αυτό και η προαίρεση είναι μία όρεξη βουλευτική.
Βούληση
Όμως και η βούληση είναι όρεξη, αλλά κάποιου αγαθού ή φαινόμενου αγαθού. Διότι θέλουμε όχι μόνο όσα είναι αγαθά, αλλά κι εκείνα που μας φαίνονται τέτοια. Διαφέρει δε η προαίρεση από τη βούληση, ότι βούληση γίνεται και για κείνα που δεν εξαρτώνται από μας να πραχθούν ή να μην πραχθούν, ή είναι όλως αδύνατα, π.χ. θέλουμε και να είμαστε πάντοτε υγιείς και να μην πεθαίνουμε, κανείς όμως δεν προαιρείται κάτι που είναι αδύνατον να γίνει, ή είναι μεν δυνατόν αλλά δεν εξαρτάται από αυτόν να πραχθεί ή να μην πραχθεί. Και η μεν βούληση αναφέρεται κυρίως στον σκοπό, ενώ η προαίρεση σε εκείνα που θα κατορθώσουν τον σκοπό και λιγότερο σ’ αυτόν.
Το να λέει λοιπόν κανείς ότι η προαίρεση είναι βούληση δεν είναι λάθος, αρκεί να διευκρινίσει τίνος και πώς, το αντίθετο όμως είναι. Διότι η βούληση επί πλέον λέγεται της προαιρέσεως (θέλουμε και τα αδύνατα και όσα δεν εξαρτώνται από μας), και σε καμία περίπτωση το είδος δεν λέγεται επί πλέον του γένους αλλά τανάπαλιν, το γένος του είδους.
Σύνταξη κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος