Με πόσους τρόπους λέγεται η στέρηση

The various ways privation is spoken of

 

Κατά έναν λοιπόν τρόπο λέμε πως ένα πράγμα στερείται κάτι, όταν δεν διαθέτει ένα από εκείνα τα πράγματα που δίνονται από τη φύση, ακόμη κι αν αυτό το ίδιο δεν το διαθέτει εκ φύσεως, όπως, για παράδειγμα, λέμε πως τα φυτά στερούνται οφθαλμών.

Κατά έναν άλλον τρόπο, όταν, ενώ είναι από τη φύση του να έχει κάτι, ή αυτό ή το γένος στο οποίο ανήκει, δεν το έχει, π.χ. αλλιώς στερείται της οράσεως ο τυφλός άνθρωπος και αλλιώς ο τυφλοπόντικας· διότι ο μεν τυφλοπόντικας ως προς το γένος στο οποίο ανήκει στερείται (ως τρωκτικό στερείται, όχι ως τυφλοπόντικας, καθώς τα τρωκτικά από τη φύση τους διαθέτουν όραση), ενώ ο τυφλός άνθρωπος αυτός καθεαυτόν.

Ακόμη, όταν κάτι δεν έχει αυτό που εκ φύσεως έπρεπε να έχει και όταν ήταν να το έχει· διότι η τυφλότητα είναι μια στέρηση, τυφλό όμως δεν λέγεται ένα ζώο σε όλες τις ηλικίες, αλλά όταν δεν διαθέτει όραση στον χρόνο που ήταν από τη φύση του να έχει (τα νεογέννητα σκυλάκια δεν βλέπουν).

Και κατά παρόμοιο τρόπο με τον χρόνο, όταν και ως προς το μέσο (π.χ. με φως, όχι με σκοτάδι) και ως προς το μέρος (π.χ. στα μάτια, όχι στα πόδια) και ως προς το αντικείμενο αναφοράς (π.χ. δεν βλέπω το δένδρο, όχι τη φωνή) και ως προς τον τρόπο που είναι φτιαγμένο (π.χ. δεν βλέπω μπροστά ή μακριά, όχι πίσω) δεν έχει, ενώ ήταν να έχει.

Ακόμη, η βίαιη αφαίρεση ενός πράγματος λέγεται στέρηση.

Και με όσους τρόπους λέγονται οι αρνήσεις που σχηματίζονται με την προσθήκη του στερητικού α, με τόσους λέγονται και οι στερήσεις. Διότι λέγεται κάτι άνισο, επειδή δεν είναι ίσο, αν και δύναται, και αόρατο, και επειδή δεν έχει εντελώς χρώμα και επειδή διαθέτει μεν αλλά αμυδρό. Και άποδο, και επειδή δεν έχει πόδια και επειδή διαθέτει μεν αλλά ανεπαρκή.

Ακόμη, το ότι διαθέτει κάτι σε μικρό βαθμό, π.χ. ο καρπός ο απύρηνος· και σημαίνει τούτο το ότι είναι κάπως ελλιπής.

Ακόμη, επειδή δεν γίνεται εύκολα ή όχι καλά, π.χ. λέγεται κάτι άτμητο όχι μόνο επειδή δεν τέμνεται αλλά και διότι όχι εύκολα ή όχι καλά.

Ακόμη, λόγω της παντελούς ελλείψεως· διότι τυφλός δεν λέγεται ο μονόφθαλμος αλλά αυτός που δεν βλέπει και από τα δύο μάτια.

Ως εκ τούτου δεν είναι κάθε άνθρωπος καλός ή κακός, δίκαιος ή άδικος, αλλά υπάρχει και η ενδιάμεση κατάσταση.

Στέρησις λέγεται ἕνα μὲν τρόπον ἂν μὴ ἔχῃ τι τῶν πεφυκότων ἔχεσθαι, κἂν μὴ αὐτὸ ᾖ πεφυκὸς ἔχειν, οἷον φυτὸν ὀμμάτων ἐστερῆσθαι λέγεται.

Ἕνα δὲ ἂν πεφυκὸς ἔχειν, ἢ αὐτὸ ἢ τὸ γένος, μὴ ἔχῃ, οἷον ἄλλως ἄνθρωπος ὁ τυφλὸς ὄψεως ἐστέρηται καὶ ἀσπάλαξ· τὸ μὲν κατὰ τὸ γένος, τὸ δὲ καθ’ αὑτό.

Ἔτι ἂν πεφυκὸς καὶ ὅτε πέφυκεν ἔχειν μὴ ἔχῃ· ἡ γὰρ τυφλότης στέρησίς τις, τυφλὸς δ’ οὐ κατὰ πᾶσαν ἡλικίαν, ἀλλ’ ἐν ᾗ πέφυκεν ἔχειν, ἐὰν μὴ ἔχῃ.

Ὁμοίως δὲ καὶ ἐν ᾧ ἂν ᾗ καὶ καθ’ ὃ καὶ πρὸς ὃ καὶ ὡς ἂν μὴ ἔχῃ πεφυκός.

Ἔτι ἡ βιαία ἑκάστου ἀφαίρεσις στέρησις λέγεται.

Καὶ ὁσαχῶς δὲ αἱ ἀπὸ τοῦ ᾱ ἀποφάσεις λέγονται, τοσαυταχῶς καὶ αἱ στερήσεις λέγονται· ἄνισον μὲν γὰρ τῷ μὴ ἔχειν ἰσότητα πεφυκὸς λέγεται, ἀόρατον δὲ καὶ τῷ ὅλως μὴ ἔχειν χρῶμα καὶ τῷ φαύλως, καὶ ἄπουν καὶ τῷ μὴ ἔχειν ὅλως πόδας καὶ τῷ φαύλους.

Ἔτι καὶ τῷ μικρὸν ἔχειν, οἷον τὸ ἀπύρηνον· τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ φαύλως πως ἔχειν.

Ἔτι τῷ μὴ ῥᾳδίως ἢ τῷ μὴ καλῶς, οἷον τὸ ἄτμητον οὐ μόνον τῷ μὴ τέμνεσθαι ἀλλὰ καὶ τῷ μὴ ῥᾳδίως ἢ μὴ καλῶς.

Ἔτι τῷ πάντῃ μὴ ἔχειν· τυφλὸς γὰρ οὐ λέγεται ὁ ἑτερόφθαλμος ἀλλ’ ὁ ἐν ἀμφοῖν μὴ ἔχων ὄψιν.

Διὸ οὐ πᾶς ἀγαθὸς ἢ κακός, ἢ δίκαιος ἢ ἄδικος, ἀλλὰ καὶ τὸ μεταξύ.


Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Μετά τα φυσικά (1022b.22 έως 1023a.7)  
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης  Γεώργιος