Ας μιλήσουμε για τη γένεση και την αλλοίωση και σε τι διαφέρουν, μιας και λέμε ότι αυτές οι μεταβολές διαφέρουν μεταξύ τους. Επειδή λοιπόν ένα πράγμα είναι το υποκείμενο και ένα άλλο το πάθος κατά το οποίο πάσχει ένα πράγμα και που εκ φύσεως λέγεται (κατηγορείται) κατά του υποκειμένου. Και επειδή συμβαίνει καθένα από αυτά τα δύο να μεταβάλλει, αλλοίωση έχουμε, όταν το υποκείμενο, μολονότι είναι αισθητό και υπομένει, μεταβάλλει κατά το πάθος, είτε αυτά είναι αντίθετα είτε ενδιάμεσα. Π.χ. το σώμα υγιαίνει και πάλι καταβάλλεται, παρότι υπομένει το ίδιο, και ο χαλκός ενώ είναι στρογγυλός, άλλοτε είναι γωνιώδης όντας ασφαλώς ο ίδιος.
Όταν όμως μεταβάλλει όλο δίχως να υπομένει κάτι το αισθητό ως υποκείμενο της αυτής φύσεως, αλλά όπως, για παράδειγμα, εξ όλου του σπέρματος γίνεται αίμα ή εξ ύδατος αέρας ή εξ όλου του αέρα ύδωρ, τότε στην περίπτωση αυτή έχουμε γένεση του μεν και φθορά του άλλου. Ιδίως, αν η μεταβολή γίνεται από αναίσθητο σε αισθητό είτε δια της αφής είτε με όλες τις αισθήσεις, π.χ. όταν γίνεται ύδωρ ή φθαρεί σε αέρα· διότι ο αέρας είναι σχεδόν αναίσθητος.
Αν τώρα σ’ αυτά ένα πάθος αντιθέσεως υπομένει το ίδιο τόσο σ’ αυτό που έγινε όσο και σ’ αυτό που εφθάρη, όπως για παράδειγμα όταν εξ αέρος γίνεται ύδωρ, αν δηλ. είναι και τα δύο διαφανή ή ψυχρά, δεν θα πρέπει το άλλο πάθος να είναι πάθος εκείνου στο οποίο μεταβάλλει. Διαφορετικά, θα είναι αλλοίωση, όπως έχει επί του μουσικού ανθρώπου που έχει φθαρεί και έχει γίνει άμουσος άνθρωπος, ενώ ο άνθρωπος υπομένει το ίδιο. Αν λοιπόν δεν ήταν καθεαυτό πάθος του ανθρώπου η μουσική και η αμουσία, τότε θα ήταν γένεση για το ένα και φθορά για το άλλο (γι’ αυτό στην περίπτωση του ανθρώπου αυτά είναι πάθη, ενώ στην περίπτωση του μουσικού ανθρώπου και του άμουσου ανθρώπου γένεση και φθορά),τώρα όμως τούτο (η μουσική) είναι πάθος εκείνου που υπομένει (του ανθρώπου). Γι’ αυτό και εδώ έχουμε αλλοίωση.
Όταν λοιπόν η μεταβολή της εναντιώσεως είναι στο ποσό, έχουμε αύξηση και μείωση, όταν στον τόπο, φορά, όταν στο πάθος και το ποιον, αλλοίωση. Όταν όμως δεν υπομένει κάτι, του οποίου αυτό σε σχέση με το οποίο μεταβάλλει είναι πάθος ή όλως σύμπτωμα, τότε έχουμε γένεση και φθορά. Η ύλη πάνω απ’ όλα και κυρίως είναι το υποκείμενο το δεκτικό της γενέσεως και της φθοράς, κατ’ έναν όμως τρόπο ύλη είναι και οτιδήποτε υπόκειται στις άλλες μεταβολές, υπό την έννοια ότι όλα τα υποκείμενα είναι δεκτικά κάποιων εναντιώσεων.
Όσον αφορά λοιπόν την γένεση, είτε είναι είτε δεν είναι, και πώς είναι, και την αλλοίωση, έστω τούτα αποσαφηνισμένα κατ’ αυτόν τον τρόπον.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Περί γενέσεως και φθοράς (319b.6 έως 320a.7)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος