Πώς λέγεται το “μάταια”

In which way in vain is said of

 

Μάταια λέγονται πως είναι εκείνα, στα οποία δεν αποβαίνει ο σκοπός για τον οποίο γίνονται, λ.χ. αν το βάδισμα γίνεται χάριν της κενώσεως του εντέρου. Εάν δεν συνέβη στον βαδίσαντα, λέμε ότι μάταια βάδισε και ότι το βάδισμα ήταν μάταιο, ωσάν αυτό να είναι το “μάταια”, αυτό που εκ φύσεως γίνεται για κάτι άλλο, αλλά αποτυγχάνει του σκοπού.

Το αυτόματο

Αν λοιπόν τούτο είναι το “μάταια”, καλώς επομένως το αυτόματο (αυτό που γίνεται από μόνο του) έχει σχηματιστεί από το “είναι αυτό μάταια”. Διότι λέμε ότι από μόνος του έγινε ο λίθος επιτήδειος για να κάτσει κανείς, ωσάν αληθινά το αυτόματο να είναι σ’ αυτόν η αιτία που έγινε έτσι· αφού φυσικός σκοπός στην κάτω φορά του λίθου είναι το να φτάσει στον οικείο τόπο, ακολούθησε όμως αυτού του είδους την ορμή ένας άλλος συμπτωματικός σκοπός, το να είναι αυτός για να κάτσει κάποιος. Επειδή λοιπόν η προς τα κάτω φορά του λίθου έχει γίνει από σύμπτωση αιτία για ένα τέτοιο σχήμα, λέγεται αυτή αυτόματο, σαν να έχει γίνει αυτή μάταια ως προς την συμπτωματική έκβαση.

Διαφέρει δε το “από μόνο του” του “μάταια” όπως και το τελικό του ποιητικού αιτίου, ακριβώς όπως διαφέρει και το “από τύχη” της τύχης. Διότι, γενικά, όταν η έκβαση είναι τέτοια, που να έχει μεν οικεία ποιητικά αίτια, όμως να μην γίνεται από τα προϋπάρχοντα αίτια, αλλά από κάποια άλλα που και σ’ αυτά να έπεται κάποιος άλλος οικείος σκοπός, τότε τα μεν προϋπάρχοντα αίτια λέγεται πως έχουν γίνει μάταια, επειδή δεν έχει γίνει εξαιτίας αυτών ο προϋποτιθέμενος σκοπός, τα δε επισυμβαίνοντα “από μόνα τους”, επειδή έγιναν δίχως να προϋπάρχει σ’ αυτά η οικεία αρχή. Π.χ. ένας λίθος που έπεσε και χτύπησε εκείνον που πέρναγε. Διότι εδώ το μεν χτύπημα είναι σκοπός, το δε πέσιμο αίτιο ποιητικό θα λέγαμε. Αλλά και το χτύπημα είχε άλλη οικεία αρχή όχι το πέσιμο, αλλά φερ’ ειπείν το να βληθεί από κάποιον για να χτυπήσει. Και το πέσιμο δεν είχε σκοπό το χτύπημα, αλλά την φορά εις τον οικείο τόπο. Και έγιναν το ένα του άλλου από σύμπτωση το μεν αίτιο, το δε σκοπός.

Μάτην δὲ ἐκεῖνα λέγονται εἶναι, οἷς οὐκ ἀπαντᾷ τὸ τέλος οὗ ἕνεκα γίνεται, οἷον εἰ τὸ βαδίσαι λαπάξεως ἕνεκά ἐστιν, εἰ δὲ μὴ ἐγένετο βαδίσαντι, μάτην φαμὲν βαδίσαι καὶ ἡ βάδισις ματαία, ὡς τοῦτο ὄν τὸ μάτην, τὸ πεφυκὸς μὲν ἄλλου ἕνεκα γίνεσθαι, ἀποτυγχάνον δὲ τοῦ τέλους.

Εἰ τοίνυν τοῦτό ἐστι τὸ μάτην, καλῶς ἄρα τὸ αὐτόματον παρὰ τὸ αὐτὸ μάτην εἶναι ἐσχημάτισται. λέγομεν γὰρ ἐκ ταὐτομάτου γενέσθαι τὸν λίθον ἐπιτήδειον πρὸς καθέδραν, ὡς δὴ τοῦ αὐτομάτου αἰτίου αὐτῷ τούτου γενομένου· ἦν μὲν γὰρ τῆς μὲν ἐπὶ τὸ κάτω φορᾶς τέλος φυσικὸν τὸ γενέσθαι ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ, ἐπηκολούθηκε δὲ τῇ τοιαύτῃ ὁρμῇ ἕτερόν τι τέλος κατὰ συμβεβηκὸς τὸ πρὸς καθέδραν αὐτὸν εἶναι. ἐπεὶ οὖν ἡ ἐπὶ τὸ κάτω φορὰ τοῦ λίθου αἰτία κατὰ συμβεβηκὸς τοῦ τοιούτου σχήματος γέγονε, λέγεται αὐτὴ αὐτόματον, ὡς αὐτὴ μάτην γεγονυῖα ὡς πρὸς τὸ ἐκβὰν κατὰ συμβεβηκὸς τέλος.

Διαφέρει δὲ τὸ ἀπὸ ταὐτομάτου τοῦ μάτην ᾗ καὶ τὸ τελικὸν τοῦ ποιητικοῦ, καθάπερ καὶ τὸ ἀπὸ τύχης τῆς τύχης· ὅλως γὰρ ὅταν τοιοῦτόν τι ἀποβῇ τέλος, ὅπερ ἔχει μὲν οἰκεῖα ποιητικὰ αἴτια, γίνεται δὲ μὴ τῶν ποιητικῶν αἰτίων προϋπαρξάντων, ἀλλ’ ἑτέρων τινῶν οἷς καὶ αὐτοῖς ἕτερον οἰκεῖον ἠκολούθει τέλος, τότε τὰ μὲν προϋπάρξαντα μάτην λέγεται γεγονέναι, ὅτι μὴ γέγονεν ἐξ αὐτῶν ὃ προέκειτο τέλος, τὰ δὲ ἐπισυμβάντα ἐκ ταὐτομάτου, ὅτι μὴ προϋπαρξάσης ἐγένετο τῆς οἰκείας ἀρχῆς. οἷον λίθος καταπεσὼν ἐπάταξε τὸν παριόντα· ἐνταῦθα γὰρ τὸ μὲν πατάξαι τέλος, τὸ δὲ πεσεῖν ποιητικὸν αἴτιον εἴποιμεν ἄν. ἀλλὰ καὶ τὸ πατάξαι ἑτέραν εἶχεν οἰκείαν ἀρχὴν οὐ τὸ πεσεῖν, ἀλλὰ φέρε εἰπεῖν τὸ βληθῆναι ὑπό τινος ὥστε πατάξαι· καὶ τὸ πεσεῖν οὐ τὸ πατάξαι τέλος εἶχεν, ἀλλ’ εἰς τὸν οἰκεῖον ἐνεχθῆναι τόπον· ἀλλήλων δ’ ἐγένοντο κατὰ συμβεβηκὸς τὸ μὲν αἴτιον, τὸ δὲ τέλος.


Βιβλιογραφία: Ιωαν. Φιλόπονος σχόλια εις τα Φυσικά του Αριστοτέλους
Μετάφραση – σύνταξη κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος