Ο Επίκουρος έλεγε: «Ο θάνατος δεν έχει να κάνει με μας, διότι όταν είμαστε εμείς, αυτός δεν παρευρίσκεται, και όταν αυτός παρευρίσκεται, δεν είμαστε εμείς. Διότι το διαλυθέν (αυτό που διαλύθηκε) αναισθητεί (δεν αισθάνεται), αυτό δε που δεν αισθάνεται δεν έχει να κάνει με μας, ο θάνατος άρα δεν έχει να κάνει με μας».
Γι’ αυτό και έλεγε ότι πρέπει να συνηθίζουμε τους εαυτούς μας στην ιδέα ότι ο θάνατος δεν έχει να κάνει με μας, επειδή κάθε αγαθό και κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι στέρηση αισθήσεως.
Ώστε είναι μάταιος αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι γιατί θα τον λυπήσει όταν έρθει, αλλά γιατί πρόκειται να τον λυπήσει. Διότι αυτό που όταν παρευρίσκεται δεν λυπεί, όταν προσδοκάται, ματαίως λυπεί.
Ή μήπως τούτος ο λόγος δεν είναι αληθής. Γιατί θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος δεν είναι στέρηση αισθήσεως, αλλά μάλλον στέρηση ζωής. Διότι και τα φυτά στερούνται αισθήσεων, όμως ζουν, και είναι δυνατόν κανείς να «μείνει φυτό» και συνάμα να ζει.
Ακόμη, αν ο θάνατος είναι στέρηση αισθήσεως, τότε και η ζωή θα είναι έξη αισθήσεως ή στέρηση αναισθησίας (κάθε έξη και στέρηση, εκείνου που είναι έξη και στέρηση λέγεται και σ’ αυτό υπάρχει, όπου εκ φύσεως υπάρχει και όταν εκ φύσεως υπάρχει), όμως η ζωή δεν λέγεται έξη αισθήσεως, αλλά μάλλον έξη έμψυχου σώματος. Και συμβαίνει καθένα σώμα που αισθάνεται να είναι και έμψυχο, εκείνο όμως που δεν αισθάνεται να μην είναι απαραίτητα άψυχο, αλλά το άψυχο απαραίτητα να μην αισθάνεται. Δεν είναι άρα ο θάνατος στέρηση αισθήσεως.
Επίσης, αν ο θάνατος είναι αναισθησία, θα πρέπει όταν κοιμόμαστε και δεν αισθανόμαστε κατά κάποιον τρόπο να είμαστε νεκροί. Αλλά κι αν κάποιος δεν συγχωρήσει τούτο (διότι η αναισθησία είναι διττή, και κατά τη δύναμη, δηλαδή, και κατά την ενέργεια: δεν αισθάνεται λέμε και αυτός που κοιμάται και δεν ενεργεί κατά την αίσθηση, και αυτός που δεν δύναται), τουλάχιστον όμως θα συγχωρήσει ότι η αναισθησία και ο θάνατος δεν είναι το ίδιο, αλλά ούτε ότι βρίσκεται κάθε αγαθό και κακό στην αίσθηση. Διότι ο μεν θάνατος ποιεί αναισθησία, η δε αναισθησία δεν ποιεί απαραίτητα θάνατο, αλλά μάλλον έπεται αυτού.
Και ούτε η αίσθηση είναι γένος του αγαθού και του κακού ούτε το αγαθό και το κακό από τη φύση τους υπάρχουν σ’ αυτήν, όπως υπάρχει το λευκό και το μαύρο στο σώμα (διότι κάθε χρώμα εκ φύσεως υπάρχει σε επιφάνεια, η δε επιφάνεια σε σώμα), ούτε το αγαθό και το κακό αντίκειται καθ’ έξιν και στέρηση αλλά ως εναντία, ούτε αυτά υπάρχουν καθ’ εαυτά στο αισθητικό μόριο της ψυχής. Θα έπρεπε δε αν βρίσκονταν στην αίσθηση, όπως η όραση και η τυφλότητα (γένη αυτών είναι η αίσθηση και η αναισθησία, αυτά αντίκειται ως καθ’ έξιν και στέρηση και υπάρχουν αυτά δια του αισθητηρίου, του οφθαλμού, στο αισθητικό μόριο της ψυχής).
Το ότι το διαλυθέν αναισθητεί, αυτό δε που δεν αισθάνεται δεν έχει να κάνει με μας, ο θάνατος άρα δεν έχει να κάνει με μας, μάλλον σόφισμα παρά απόδειξη είναι. Διότι ο θάνατος δεν είναι το διαλυθέν αλλά διάλυση, και αυτός που δέχεται ότι το διαλυθέν αναισθητεί, δεν σημαίνει πως δέχεται ότι και η διάλυση γίνεται αναίσθητα. Διότι η διάλυση, η οποία εμφαίνει το πεθαίνω, δεν είναι αναίσθητη.
Γι’ αυτό και το «πεθαίνω» και το «δεν έχω πεθάνει», αν και δεν πεθαίνουμε πάντοτε, έχουν να κάνουν με μας. Επομένως ο θάνατος είναι διττός: ή αυτός που έχει γίνει ή αυτός που γίνεται, και αυτός που έχει γίνει δεν έχει να κάνει με μας, αυτός όμως που γίνεται έχει· ετούτος είναι που φοβόμαστε.
Σύνταξη κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος