Επειδή κάθε τι που γίνεται ή από κάτι που υπάρχει γίνεται ή από κάτι που δεν υπάρχει, και μιας και από τα δύο αυτά είναι αδύνατον να γίνεται, αφού ούτε από αυτό που υπάρχει είναι δυνατόν να γίνει (διότι ήδη υπάρχει), ούτε από αυτό που δεν υπάρχει (διότι είναι αδύνατον να γίνει κάτι από κάτι που δεν προϋπάρχει), θεώρησαν κάποιοι εύλογο είτε ότι κανένα από τα πράγματα ούτε γίνεται ούτε φθείρεται, είτε ότι υπάρχει αυτό που δεν υπάρχει. Εμείς, ωστόσο, θα λύσουμε την απορία τους, αφού πρώτα αρχίσουμε λέγοντας με πόσους τρόπους λέγεται το ον (αυτό που υπάρχει).
Ον
Διότι κατεξοχήν ον κανένα πράγμα δεν είναι, και ούτε βέβαια υπάρχει κάποια κοινή φύση του όντος, αλλά ομωνύμως λέγεται κατηγορούμενο σε περισσότερα από ένα γένη· διότι ή ουσία είναι το ον ή ποσό ή ποιόν ή κάποια από τις άλλες κατηγορίες. Διότι όταν θέλουμε να περιγράψουμε τον άνθρωπο και λέμε πως το υπό περιγραφή πράγμα είναι άνθρωπος ή ζώο, τι είναι λέμε και ουσία φανερώνουμε, ενώ όταν λέμε μουσικός, τι λογής και κάποια ποιότητα.
Μη ον
Ομοίως, ούτε το μη ον ένα ορισμένο και απλό πράγμα σημαίνει, αλλά είτε το κυρίως μη ον, δηλαδή αυτό που δεν έχει υπόσταση, είτε αυτό που δεν είναι κάτι. Διότι όπως ακριβώς λέμε πως ο μουσικός από τον άμουσο γίνεται (διότι το άμουσο δεν σημαίνει το καθόλου και με κανένα τρόπο υπάρχον αλλά αυτό που δεν είναι κάτι), έτσι και επί του όντος, από αυτό που κατεξοχήν δεν υπάρχει δεν γίνεται κάτι, αλλά απ’ αυτό που δεν είναι κάτι, γίνεται αυτό που είναι κάτι. Και αυτή η γένεση είναι κατά συμβεβηκός· διότι ο μουσικός δεν γίνεται καθότι άμουσος, αλλά καθότι άνθρωπος· διότι η στέρηση, η οποία καθεαυτή είναι κάτι που δεν υπάρχει, κατά συμβεβηκός είναι κάτι που υπάρχει, καθώς συνέβη αυτή να είναι στην ανθρώπινη ύλη. Διότι αν κάτι γινόταν με την απόλυτη έννοια του «γίνομαι», προφανώς από το κυρίως μη ον θα γινόταν, τώρα όμως το γινόμενο είναι κάτι (λάβαμε ότι είναι άνθρωπος άμουσος), και αυτό το πράγμα είναι σύνθετο από ύλη και είδος· διότι οτιδήποτε που είναι «ενεργεία» είναι αυτής της φύσεως.
Επομένως είναι προφανές ότι το γινόμενο δεν γίνεται καθεαυτό ως γινόμενο από το ον, αλλά κατά συμβεβηκός· διότι καθεαυτό ον και καθεαυτό ως από το ον είναι η ύλη· αφού η υποκείμενη ύλη γίνεται μέρος του πράγματος. Και βεβαίως κανένα άτοπο δεν υπάρχει· αφού τούτο δεν γίνεται αυτό ακριβώς που είναι η ύλη, αλλά άλλο είναι και άλλο γίνεται.
Ακόμη, όταν λέμε ότι εκ του μη όντος γίνεται, εννοούμε εκ του ενεργεία μεν μη όντος αλλά δυνάμει όντος· διότι ο άμουσος άνθρωπος είναι μεν ενεργεία μη μουσικός άνθρωπος, δυνάμει όμως είναι μουσικός άνθρωπος. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο χαλκός που γίνεται ανδριάντας, που είναι η ύλη του ανδριάντα, είναι ενεργεία χαλκός και δυνάμει ανδριάντας· διότι η ύλη καθεαυτή θεωρούμενη ουδέποτε είναι ενεργεία αλλά πάντοτε δυνάμει όλα τα φυσικά είδη, γι’ αυτό και ο ανδριάντας δεν γίνεται αυτό ακριβώς που ήταν, αλλά άλλο είναι και άλλο γίνεται: είναι μεν χαλκός, γίνεται δε ανδριάντας.
Επομένως δεν είναι το ίδιο αυτό που είναι δυνάμει και αυτό που είναι ενεργεία, και αυτό που είναι καθεαυτό και αυτό που είναι κατά συμβεβηκός· διότι μπορεί να είναι δυνάμει και καθεαυτό, και ενεργεία και κατά συμβεβηκός, και ομοίως ενεργεία και καθεαυτό, και ενεργεία και κατά συμβεβηκός. Διότι όταν πω ότι ο ιατρός ιατρεύει, ενεργεία είπα και καθεαυτό, όταν δε ότι ο ιατρός θα ιατρεύσει, δυνάμει είπα και καθεαυτό. Kαι πάλι, όταν πω ότι ο ιατρός οικοδομεί, ενεργεία είπα και κατά συμβεβηκός (διότι δεν οικοδομεί καθότι ιατρός, αλλά συνέβη αυτός να είναι συνάμα οικοδόμος), όταν δε πω ότι ο ιατρός θα οικοδομήσει, δυνάμει είπα και κατά συμβεβηκός.
Εκείνοι, λοιπόν, από απειρία της διαιρετικής μεθόδου εξετράπησαν εις αυτήν την ατοπία εκλαμβάνοντας ότι το ον σημαίνει τη φύση ενός ορισμένου πράγματος. Eμείς πάλι λέμε ότι το «ή από κάτι που υπάρχει γίνεται ή από κάτι που δεν υπάρχει» δεν αποτελεί αντίφαση· διότι τούτο δεν λέγεται αναφορικά με το ίδιο πράγμα – αλλά από κάτι που υπάρχει, επειδή είναι κάτι άλλο, από κάτι που δεν υπάρχει, επειδή τούτο δεν είναι αυτό που γίνεται. Και έτσι λύνεται η απορία τους και κανένα άτοπο δεν συμβαίνει.
Συγγραφή, μετάφραση: Κότσαλης Γεώργιος