Τα είδη της ρητορικής τέχνης είναι τρία στον αριθμό· αφού τόσοι είναι και οι ακροατές των ρητορικών λόγων. Σύγκειται δε ο ρητορικός λόγος από τρία πράγματα: από αυτόν που μιλάει, από αυτά που λέει και από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, ενώ ο σκοπός της ομιλίας αναφέρεται προς αυτόν, εννοώ τον ακροατή.
Είναι λοιπόν ανάγκη ο ακροατής ή να είναι θεατής ή κριτής, κριτής ή εκείνων που έχουν γίνει ή εκείνων που μέλλει να γίνουν. Κριτής δε των μελλόντων είναι εκείνος που μετέχει της εκκλησίας του δήμου, των πραγμάτων που έχουν γίνει ο δικαστής, ενώ της δεινότητας του ρήτορα ο θεατής. Ώστε εξ ανάγκης τρία θα είναι και τα είδη των ρητορικών λόγων: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.
Οι λόγοι
Ο συμβουλευτικός λόγος είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, μιας και όσοι συμβουλεύουν είτε κατ’ ιδίαν είτε δημοσίως δημηγορώντας κάνουν ένα από αυτά τα δύο. Ο δικανικός λόγος είτε κατηγορεί είτε απολογείται· αφού αναγκαστικά οι αντίδικοι κάνουν είτε το ένα είτε το άλλο. Τέλος ο επιδεικτικός λόγος είτε επαινεί είτε ψέγει.
Οι χρόνοι
Οι χρόνοι πάλι που χρησιμοποιεί ο καθένας τους είναι για τον μεν συμβουλευτικό οι μελλοντικοί (για όσα πρόκειται να συμβούν συμβουλεύει προτρέποντας ή αποτρέποντας), για τον δε δικανικό οι παρελθοντικοί (γιατί πάντοτε για τα πεπραγμένα ο μεν κατηγορεί ο δε απολογείται), ενώ για τον επιδεικτικό κύριοι χρόνοι είναι οι παροντικοί· γιατί όλοι όσοι επαινούν ή ψέγουν αναφέρονται στις υπάρχουσες καταστάσεις, ενώ πολλές φορές χρησιμοποιούν χρόνο παρελθοντικό, όταν θέλουν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους πράγματα περασμένα, αλλά και μελλοντικό, όταν θέλουν να προεικάσουν.
Οι σκοποί
Τώρα ο σκοπός για τον καθένα είναι διαφορετικός, και όντας τρεις λόγοι τρεις και οι σκοποί: για τον μεν συμβουλευτικό το συμφέρον και το βλαβερό· αφού αυτός που προτρέπει για καλύτερο προτρέπει, ενώ τα άλλα, αν δηλ. είναι δίκαιο ή άδικο, καλό ή αισχρό τα περιλαμβάνει στον λόγο του χάριν εκείνου. Για τον δε δικανικό το δίκαιο και το άδικο, τα άλλα και αυτός χάριν αυτών τα περιλαμβάνει. Εκείνοι δε που επαινούν ή ψέγουν έχουν ως σκοπό το καλό και το αισχρό, ενώ τα άλλα και αυτοί χάριν αυτών τα προσάπτουν.
Μια ένδειξη για το αληθές του λόγου μας, ότι δηλ. οι προαναφερόμενοι σκοποί είναι και οι πραγματικοί σκοποί για τον καθένα λόγο, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις που για τα άλλα δεν θα αμφισβητούσε, λ.χ. ο υπόδικος δεν θα αμφισβητούσε πως δεν έχει γίνει ή πως δεν έβλαψε, όμως ότι αδικεί σε καμιά περίπτωση δεν θα ομολογούσε — δεν θα χρειαζόταν καν δίκη. Ομοίως δε και όσοι συμβουλεύουν πολλές φορές τα άλλα τα αφήνουν, ότι συμβουλεύουν όμως τα ασύμφορα ή αποτρέπουν τα ωφέλιμα δεν θα ομολογούσαν — ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις τους γείτονες και όσους δεν αδικούν, πολλές φορές δεν νοιάζονται καθόλου.
Ομοίως δε και όσοι επαινούν και όσοι ψέγουν δεν εξετάζουν αν έπραξαν τα συμφέροντα ή τα βλαβερά, αλλά πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι κάποιος ενώ αδιαφόρησε για το συμφέρον του έπραξε κάτι καλό, λ.χ. επαινούν τον Αχιλλέα ότι βοήθησε τον σύντροφό του Πάτροκλο γνωρίζοντας πως προορίζεται να πεθάνει, ενώ μπορούσε να ζήσει. Γι’ αυτόν ένας τέτοιος θάνατος είναι καλύτερος, ενώ το να ζει συμφέρον.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Τέχνη Ρητορική (1358a.36 έως 1359a.5)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος