Πώς όμως σκεπτόμενοι άλλοτε πράττουμε και άλλοτε δεν πράττουμε, και κινούμαστε, και δεν κινούμαστε; Φαίνεται πως συμβαίνει το ίδιο περίπου και όταν διανοούμαστε και συλλογιζόμαστε για πράγματα αμετάβλητα (όπως τα μαθηματικά).
Ο συλλογισμός
Αλλά εκεί στόχος είναι το εξαγόμενο θεώρημα (διότι σ’ έναν συλλογισμό άμα στοχαστούμε τις δύο προτάσεις, εκείνο που καταλαβαίνουμε και επάγουμε είναι το συμπέρασμα), εδώ όμως το συμπέρασμα που εξάγεται από τις δύο προτάσεις είναι η πράξη. Όπως, για παράδειγμα, άμα συλλογιστούμε ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να βαδίζει, και ότι είμαστε άνθρωποι, ευθύς βαδίζουμε, αν πάλι ότι κανείς δεν πρέπει να βαδίζει τώρα, ευθύς παύουμε.
Και πράττουμε αμφότερα αυτά, αν δεν μας εμποδίσει κάτι ή αναγκάσει. Πρέπει να φτιάξω κάτι το καλό, η οικία είναι καλό· ευθύς φτιάχνουμε οικία. Χρειάζομαι σκέπασμα, το ιμάτιο σκέπασμα· χρειάζομαι ιμάτιο. Εκείνο που χρειάζομαι, εκείνο πρέπει να φτιάξω· χρειάζομαι ιμάτιο, ιμάτιο πρέπει να φτιάξω.
Και το συμπέρασμα, το πρέπει να φτιάξω ιμάτιο, είναι πράξη. Και εκεί που καταλήγει ο συλλογισμός αρχίζει η πράξη. Αν θα είναι ιμάτιο, ανάγκη τούτο πρώτα, και αν τούτο, τότε εκείνο· και ευθύς πράττουμε αυτό.
Η πράξη είναι το συμπέρασμα
Ότι πράγματι η πράξη είναι το συμπέρασμα, είναι φανερό· οι δε προτάσεις που οδηγούν στην πράξη είναι δύο ειδών: συλλογιζόμαστε για το αν το τάδε είναι καλό ή αν είναι εφικτό.
Και όπως ακριβώς σε μία διαλεκτική συζήτηση ορισμένοι δεν ερωτούν τη φανερή πρόταση, έτσι και εδώ η διάνοια δεν δίνει καθόλου προσοχή στο να εξετάσει την άλλη τη φανερή στο συλλογισμό πρόταση· π.χ., αν το βάδισμα κάνει καλό στον άνθρωπο, δεν χρονοτριβεί στο να εξετάσει αν είναι αυτός άνθρωπος. Γι’ αυτό και όσα πράττουμε δίχως να συλλογιστούμε, γρήγορα πράττουμε. Καθώς όταν ενεργούμε προς έναν σκοπό είτε από την αίσθηση είτε από τη φαντασία είτε από τον νου, εκείνο που επιθυμούμε, ευθύς κάνουμε· διότι αντί να διερωτόμαστε ή να σκεφτόμαστε ενεργούμε κατά την επιθυμία. «Πρέπει να πιω» λέει η επιθυμία. «Αυτό εδώ είναι ποτό» είπε η αίσθηση ή η φαντασία ή ο νους· ευθύς πίνουμε.
Έτσι λοιπόν τα ζώντα ορμούν προς το να κινηθούν και να πράξουν, όντας η όρεξη η εσχάτη αιτία της κινήσεως, γινομένης αυτής ή δια της αισθήσεως ή δια της φαντασίας και νοήσεως.
Από τα πράγματα λοιπόν που επιθυμούμε, άλλα κάνουμε από επιθυμία η θυμό και άλλα από όρεξη η βούληση, και τα μεν κάνουμε τα δε πράττουμε.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Περί ζώων κινήσεως (701a.7 έως 701b.1)
Απόδοση κειμένου: Κότσαλης Γεώργιος