Περί της δόξης των προγόνων μας

Peri tιs doxιs tοn progonοn mas

 

Πολλές φορές εθαύμασα τη δόξα των προγόνων μας, μα κατά πολύ περισσότερο την αρετή τους· διότι όπου οι άλλοι έφευγαν, εκείνοι έμεναν, όπου οι άλλοι έσπευδαν, εκείνοι μετά προσοχής (έσπευδαν).

Απ’ την άλλη, βλέπω κι εσάς να πράττετε τα αντίθετα, απειλούμενοι φοβάστε, χαριζόμενοι σπεύδετε. Και ασφαλώς δεν λέω να μη φοβάστε μήτε να λαμβάνετε, παρά μόνο τούτο: προτού να σπεύσεις δες μην τυχόν χάριν ανταλλάγματος έδωσαν, και προ της απειλής μάθε τι πρέπει να φοβάσαι και πότε.

Και αν είστε για κάτι υπερήφανοι, όχι επειδή φέρετε το όνομα των Ελλήνων, αλλά γιατί δι’ αυτών τις πράξεις τους. Γι’ αυτό και κοιτάτε όχι μόνο τι έπραξαν εκείνοι, αλλά και τι θα αφήσετε εσείς ως παρακαταθήκη. Διότι εσείς είστε, ενώ εκείνοι ήσαν.

Αληθινά όμως υπάρχει κάποια φουρνιά στα γένη των ανθρώπων όπως και με τους καρπούς της γης, και ενίοτε εάν είναι αγαθό το γένος, γίνονται για κάποιο διάστημα άνδρες εκλεκτοί, κι έπειτα πάλι πισωδρομεί· διότι εκτρέπονται τα ευφυή γένη σε ευτελή.

Αλλ’ όμως έχετε θάρρος· διότι θα είναι ο καιρός, που άνδρες αγαθοί θα ξαναγίνουν. Κι αν μη σιμά ακόμη, μη ραθυμείτε μήτε εγκαταλείπετε, αλλ’ εργαστείτε έργο σπουδαίο, να διατηρείτε ετούτη τη φλόγα, που κάποτε θα ανάψει φάρο λαμπρό.

Ποια είναι αυτή; Η αρχαία μάλιστα ημών γλώσσα· διότι ο λόγος είναι αρχή πράξεως και βέλτιστης πράξεως βέλτιστος λόγος (αρχή), βέλτιστος δε στη βέλτιστη γλώσσα.

Γι’ αυτό ακριβώς φυλάξατε ετούτον τον σπόρο, που σαν ποτ’ έλθει και πέσει, πάλι θα κάμει να φυτρώσουν άνδρες εκλεκτοί.

Πολλάκις μὲν ἐθαύμασα τὴν ἡμετέρων προγόνων δόξαν, πολὺ δὲ μάλιστα τὴν ἐκείνων ἀρετήν· ὅθι μὲν γὰρ οἱ ἄλλοι ἔφευγον ἐκεῖνοι ἔμενον, ὅθι δ’ οἱ ἄλλοι ἔσπευδον ἐκεῖνοι μετ’ εὐλαβείας.

Ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς τἄναντία πράττειν, ἀπειλούμενοι φοβεῖσθε, χαριζόμενοι σπεύδετε. οὐ μήν τε λέγω μὴ φοβεῖσθαι μηδὲ λαμβάνειν, εἰ μὴ τοῦτο μόνον, πρὸ τοῦ σπεύδειν ἰδὲ μή ποτ’ ἀντί τινος ἔδωκαν, καὶ πρὸ τῆς ἀπειλῆς γνῶθι τί δέον φοβεῖσθαι καὶ ὁπότε.

Καὶ εἰ ἔστιν ὑμῖν κόσμος τις, οὐ διότι φέρετε τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα, ἀλλ’ ὅτι δι’ αὐτῶν τὰς τούτων πράξεις. διὸ καὶ ὁρᾶτε οὐ μόνον τὰ ὑπ’ αὐτῶν πραχθέντα, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν καταθήκας· ὑμεῖς γὰρ ἐστέ, ἐκεῖνοι δὲ ἦσαν.

Ἀλλὰ μὴν φορὰ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν ὥσπερ ἐν τοῖς κατὰ τὰς χώρας γινομένοις, καὶ ἐνίοτε ἂν ᾖ ἀγαθὸν τὸ γένος, ἐγγίνονται διά τινος χρόνου ἄνδρες περιττοί, κἄπειτα πάλιν ἀναδίδωσιν· ἐξίσταται γὰρ τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς εὐτελῆ.

Ἀλλ’ οὖν θαρρεῖτε· ἔσται γὰρ ὁ καιρός, ἐν ᾧ ἄνδρες ἀγαθοὶ ἀναγενήσονται. κἂν μήπω ἐγγύς, μὴ ῥαθυμεῖτε μηδὲ παρίετε, ἀλλ’ ἐργάσασθε ἔργον σπουδαῖον, τηρεῖν τοιαύτην τὴν φλόγαν, ἥτις ποτ’ ἀνάψει φάρον ἀγλαόν.

Τίς δ’ αὑτηί; ἥ γε ἀρχαία ἡμῶν φωνήν· ὅ τε γὰρ λόγος ἀρχὴ πράξεως καὶ βελτίστης πράξεως βέλτιστος λόγος, βέλτιστος δὲ ἐν βελτίστῃ φωνῇ.

Δι’ αὐτὰ δὲ ταῦτα φυλάξατε τόνδε τὸν σπόρον, ὃς ἄν ποτ’ ἐλθὼν καταβληθείς, πάλιν φῦναι ποιήσει ἄνδρας περιττούς.


Συγγραφή, μετάφραση: Κότσαλης Γεώργιος